- κολοιάρχης
- κολοι-άρχης, ου, ὁ,A chief of jackdaws, jackdaw-general, Ar.Av. 1212.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοιάρχης — και κολοίαρχος, ὁ (Α) ο αρχηγός τών κολοιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοιός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης. Ο τ. κολοίαρχος < κολοιός + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] … Dictionary of Greek